- ἀνίσχυρα
- ἀνίσχυροςnot strongneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
некрѣпъкыи — (10) пр. Слабый, бессильный: по что ѹбо некрѣпо(к) ада(м) создасѧ. не ѹбо бѣ. см҃рть осужена. ГБ XIV, 56г; || перен.: посмисавъсѧ бесловеснѣи ихъ вѣрѣ. ˫ако некрѣпка ѥсть (ἀνίσχυρоν) ГБ XIII–XIV, 53а; ни достоить женѣ входити въ мѣсто… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
немощьныи — (238) пр. 1.Бессильный, слабый, немощный: въ васъ мнози немоштьни и недѹживи и съпѧть мнози. (ἀσϑενεῖς) Изб 1076, 122; ови ѹни сѹть. дрѹзии же заматерѣли. и ови сѹть крѣпъции. а ови немощьни. УСт XII/XIII, 206 об.; д҃хъ бодр(ъ) плоть же немощна.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Кавадиа, Тассо — Тассо Кавадиа Тассо Кавадиа (греч. Τασσώ Καββαδία) (10 января 1921 года, Патри 18 декабря 2010 года, Афины) греческая актриса театра и кино … Википедия
αμενηνός — ἀμενηνός, ον και ος, ή, ον (Α) 1. (στον Όμηρο κυρίως για φαντάσματα, σκιές νεκρών και όνειρα) αυτός που κινείται ελαφρά και εξαφανίζεται γρήγορα και σιωπηλά, φευγαλέος 2. (μετά τον Όμηρο για πρόσωπα και πράγματα) α) άστατος, παροδικός β)… … Dictionary of Greek
Μήτσου, Ανδρέας — (Χαλκιόπουλο Αιτωλοακαρνανίας 1950 –). Φιλόλογος και λογοτέχνης. Σπούδασε φιλολογία στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ μετεκπαιδεύτηκε στη ΣΕΛΜΕ Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως καθηγητής… … Dictionary of Greek
Χανιά — Πόλη (13 τ. χλμ.), πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού και της επαρχίας Κυδωνίας, έδρα δήμου. Τα X. είναι η δεύτερη πόλη της Κρήτης. Στο πολεοδομικό συγκρότημα των X. περιλαμβάνονται οι δήμοι Σούδας, Μουρνιών, Νεροκούρου κ.ά. Ιστορία, αρχαιολογία,… … Dictionary of Greek